ὑψήγορος — grandiloquent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηγόρως — ὑψήγορος grandiloquent adverbial ὑψήγορος grandiloquent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήγορον — ὑψήγορος grandiloquent masc/fem acc sg ὑψήγορος grandiloquent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηγόρου — ὑψήγορος grandiloquent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηγόρων — ὑψήγορος grandiloquent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήγορε — ὑψήγορος grandiloquent masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψηγορικός — ή, όν, Μ [ὑψήγορος] ὑψήγορος* … Dictionary of Greek
υψαγόρας — και ιων. τ. ὑψαγόρης, ου, ὁ, Α ὑψήγορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ᾱγόρᾱς (< ἀγορά), πρβλ. πυλ αγόρας] … Dictionary of Greek
υψαυχής — ές, Α ὑψήγορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αύχην] … Dictionary of Greek
υψηγορία — ἡ, Α [ὑψήγορος] κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek